αρχιστρατηγείο(ν)

αρχιστρατηγείο(ν)
το штаб главнокомандования

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρχιστρατηγείο(ν)" в других словарях:

  • αρχιστρατηγείο — το η έδρα του αρχιστράτηγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχιστράτηγος. Ο τ. αρχιστρατηγείον μαρτυρείται από το 1827 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • Αγγελίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Έφεσο και πολέμησε με τους Κυριακούλη και Ιωάννη Μαυρομιχάλη. 2. Φώτιος. Πιθανώς καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Διετέλεσε αγγελιαφόρος του Αλέξ. Υψηλάντη στη Δακία. Μετά την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»